πύκνωμα

πύκνωμα
πύκν-ωμα, ατος, τό,
A thick cloth, A.Supp.235 (nisi leg. ἀμπυκώμασι).
II dense mass, concentration, Epicur.Ep.1p.4U., al.; crowded detail,

π. στερέμνιον Phld.D.3.11

; compression, Sor.2.41; close order,

τὸ π. τῶν πολεμίων J.BJ6.1.3

;

τῶν σαρισῶν Plu.Aem.20

, cf.Phil.9.
2 close planting or growth,

τῶν κυάμων Str.17.1.15

; τῶν δένδρων, τῶν ὄζων, Alciphr.3.37,55; τῶν τριχῶν ib.66, etc.
3 in pl.,= πυκνόν (v.

πυκνός 111.2

), Pl.R.531a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πύκνωμα — thick cloth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκνωμα — το, ΝΑ [πυκνῶ] 1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.) 2. συμπύκνωση, σύμπτυξη αρχ. 1. πυκνό ύφασμα, πίλημα 2. συμπίεση, σύνθλιψη 3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή… …   Dictionary of Greek

  • πυκνώμασι — πύκνωμα thick cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώμασιν — πύκνωμα thick cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματα — πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματι — πύκνωμα thick cloth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματος — πύκνωμα thick cloth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματ' — πυκνώματα , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl πυκνώματι , πύκνωμα thick cloth neut dat sg πυκνώματε , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • πύκνωση — πύκνωση, η και πύκνωμα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πυκνώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”